- κασωρικὸς
- κᾰσωρ-ικὸς δόμοςA brothel, cj. in Hippon.74:—also [suff] κᾰσώρ-ιον, τό, Ar.Eq.1285 ap.St.Byz. s.v. Κασώριον (
κασωρεῖον Hsch.
); cf. κασαυρεῖον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασωρεῖον Hsch.
); cf. κασαυρεῖον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασωρικός — κασωρικός. ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πορνείο, σε χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ικός (πρβλ. πολεμ ικός, ρυθμ ικός)] … Dictionary of Greek